περκάζω

περκάζω
περκ-άζω, (πέρκος
A = περκνός) become dark, turn dark, of grapes beginning to ripen,

ὀπώρα ἄκραισι περκάζουσα οἰνάνθαις Chaerem. 12.2

;

ὅταν ἄρτι π. σταφυλή Thphr.HP9.11.7

, cf. Hymn.Is.168, LXX Am.9.13 ;

ὅταν ἄρχωνται π. οἱ βότρυες Thphr.CP3.16.3

, etc. ; of olives, Gp.9.19.2 ; of flowers, Porph.VP44.
2 metaph., of young men, whose beard begins to darken their faces, Call.Lav.Pall. 76.
II [voice] Act., make dark-coloured, Dsc.5.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περκάζω — ΜΑ (για σταφύλια και ελιές) μαυρίζω ή παίρνω σκούρο χρώμα (α. «ὅταν ἤδη περκάζῃ σταφυλή», Θεόφρ. β. «ὅταν τὰς ἐλαίας ἀρχομένας περκάζειν ἴδῃς», Γεωπ.) αρχ. 1. δίνω σε κάτι μαύρο χρώμα, κάνω κάτι να μαυρίσει 2. (για έφηβο) σκουραίνει το πρόσωπό… …   Dictionary of Greek

  • καταπερκάζω — (Α) (για σταφύλι) μαυρίζω, ωριμάζω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περκάζω «μαυρίζω, ωριμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • περκασμός — ὁ, Α [περκάζω] το μαύρισμα τών σταφυλιών που ωριμάζουν …   Dictionary of Greek

  • υπερπερκάζω — Μ (για σταφύλια) παίρνω το μαύρο χρώμα τών ώριμων καρπών σε βαθμό μεγαλύτερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + περκάζω «(για σταφύλια) παίρνω μαύρο χρώμα, σκουραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • υποπερκάζω — Α (για σταφύλι που αρχίζει να ωριμάζει) παίρνω ελαφρώς μαύρο χρώμα, αρχίζω να σκουραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + περκάζω «μαυρίζω, σκουραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՅԾԵՄ — (եցի.) NBH 1 0918 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c չ. ԽԱՅԾԵՄ ԽԱՅԾԻՄ. περκάζω varior, maturesco, nigresco. Անկանիլ խայծից կամ խայտից ʼի խաղողս. սկսանիլ կարմրիլ եւ սեւանալ խաղաղոյ. հասուանալ. խայծ ինկնալ, հասուննալ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽԱՅԾԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0918 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c ձ. ԽԱՅԾԵՄ ԽԱՅԾԻՄ. περκάζω varior, maturesco, nigresco. Անկանիլ խայծից կամ խայտից ʼի խաղողս. սկսանիլ կարմրիլ եւ սեւանալ խաղաղոյ. հասուանալ. խայծ ինկնալ, հասուննալ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • καταπερκάζοντος — κατά περκάζω become dark pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”